ζακόνι

ζακόνι
το обычай

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζακόνι" в других словарях:

  • ζακόνι — το (Μ ζακόνι και ζακόνιν) 1. συνήθεια, έθιμο 2. παροιμ. «κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη» ο κάθε τόπος έχει τις δικές του συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zakonŭ] …   Dictionary of Greek

  • ζακόνι — το ιού (λ. σλαβ.), έθιμο, συνήθεια: Κάθε τόπος και ζακόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάθε — (Μ κάθε και ιδιωμ. κάθα) (άκλιτη αόριστη αντων.) 1. (με ουσ., με άρθρο ή χωρίς άρθρο) καθένας, έκαστος (α. «κάθε άνθρωπος έχει τα βάσανά του» β. «ο κάθε μαθητής θα γράψει τρεις σελίδες») 2. (με αιτ.) αντί τής προθέσεως ανά («κάθε δύο ώρες» ανά… …   Dictionary of Greek

  • μαχαλάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 850 μ., 71 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις δυτικές πλαγιές της κορυφής Γραμμένης Πέτρας, του Ταΰγετου, Β του οικισμού Αλαγονία. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

  • κάθε — άκλ. επιμεριστική αντων. 1. καθένας: Κάθε σπίτι του χωριού έχει και φούρνο. 2. (παροιμ.): «Κάθε ποταμάκι με την κατεβασιά του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει και στιγμές βιαιότητας. – «Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη», που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»